σκυτοδέψῃ

σκυτοδέψῃ
σκῡτοδέψῃ , σκυτοδέψης
leatherdresser
masc dat sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σκυτοδέψης — και σκυτόδεψος, ὁ, Α 1. αυτός που κατεργάζεται δέρματα, βυρσοδέψης 2. αυτός που ράβει δέρματα εφαρμόζοντας το ένα πάνω στο άλλο, μπαλωματής («ἐὰν ἀποκρίνηται αὐτῷ ἐκδοῡναι τῷ σκυτοδέψῃ ἐπιρράψαι», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκῦτος «κατεργασμένο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”